επαντείνω

επαντείνω
ἐπαντείνω (Α)
ποιητ. τ. αντί επανατείνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επανατείνω — ἐπανατείνω (AM) (Α και ποιητ. τ. έπαντείνω) [τείνω] μσν. μέσ. ανταποδίδω κάτι («ἀντ εὐεργεσίας σοι τὰ ἀνήκεστα τόλμηρῶς ἐπανετείνετο», Μηναία) αρχ. 1. τεντώνω προς τα πάνω, σηκώνω ψηλά («ἐπανατείνας τὸν τράχηλον, παῑε, ἔφη», Ξεν.) 2. μτφ. παρέχω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”